καταπώς

καταπώς
επίρρ. как

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "καταπώς" в других словарях:

  • καταπώς — επίρρ. έτσι όπως («καταπώς μού τά λες, εσύ έφταιγες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + (ό)πως πώς] …   Dictionary of Greek

  • καταπώς — επίρρ. τροπ., έτσι όπως, καθώς: Καταπώς άκουσα, θα γίνει απεργία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αθίβολος — και ανθίβολος, ο, και ανθίβολο, το 1. είδος μικρού διχτυού, που ρίχνει ο ψαράς από τη στεριά (στην αρχαιότητα ονομαζόταν αμφίβολος και στα μεταγενέστερα χρόνια αμφιβολή και αμφίβληστρον). Συνών.: πεζόβολος, καβουροσύρτης, γκαγκάβα, δράγα 2. μτφ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»